- καλλιπρόσωπος
- καλλιπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιπρόσωπον — καλλιπρόσωπος with beautiful face masc/fem acc sg καλλιπρόσωπος with beautiful face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπροσώπου — καλλιπρόσωπος with beautiful face masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπρόσωπε — καλλιπρόσωπος with beautiful face masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
φιλοκαλλιπρόσωπος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν τα ωραία πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καλλιπρόσωπος «αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο»] … Dictionary of Greek